τορευτός
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
τορευτή, τορευτόν,
A worked in relief, chased, ποτήριον Men.977; σκύφος OGI214.54 (Milet., iii B.C.); ἅρμα D S. 18.27.
II metaph., elaborate, ἔπος AP9.545 (Crin.), cf. D.H.Comp.25.
German (Pape)
[Seite 1130] von, mit erhabener, getriebener Arbeit, gebildet, geschnitzt, gravirt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
gravé ou ciselé en creux ou en relief ; fig. ciselé, càd travaillé finement, avec art (style, vers, etc.).
Étymologie: τορεύω.
Russian (Dvoretsky)
τορευτός:
1 чеканный, резной (ποτήρια Men., Plut.);
2 чеканный, искусный (ἔπος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τορευτός: -ή, -όν, εἰργασμένος εἰς ἀνάγλυφον, γεγλυμμένος, «σκαλιστός», ποτήρια Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 434· σκύφος Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 55. ΙΙ. μεταφορ, μετὰ προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας εἰργασμένος, τετορνευμένος, τορ. ἔπος Ἀνθ. Π. 6. 545, πρβλ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 25, Bentl εἰς Καλλ. Ἀποσπ. 40.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τορευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορεύω
αυτός που έχει φιλοτεχνηθεί με την τέχνη της τορευτικής, γλυπτός, σκαλιστός (α. «τορευτὸν ποτήριον», Μέν.
β. «τορευτὸν ἅρμα», Διόδ.)
μσν.-αρχ.
επεξεργασμένος με επιμέλεια, περίτεχνος.
Greek Monotonic
τορευτός: -ή, -όν, δουλεμένος σε ανάγλυφο· μεταφ., λεπτομερώς επεξεργασμένος, σε Ανθ.
Middle Liddell
τορευτός, ή, όν
worked in relief: metaph. elaborate, Anth. [from τορεύω