δυσκοίλιος
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ον,
A bad for the bowels, Dsc.1.105, Plu.2.137a. 2 costive, Paul.Aeg.1.44.
German (Pape)
[Seite 682] einen harten Leib machend, unverdaulich, doch von δύσπεπτος verschieden, Ggstz εὐκοίλιος, Plut. de san. tuend. 408 ff.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκοίλιος: -ον, κακὸς διὰ τὴν κοιλίαν, δυσκοιλιότητα προξενῶν, Πλούτ. 2. 137Α.