παραχράομαι

Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

   A misuse, abuse, οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται Arist.Fr.56 ; χρῶ μὴ παραχρώμενος Ph.2.61 : c. dat., π. τῷ σώματι Plb.6.37.9, etc.; π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις D.H.6.93.    2 π. ἐς τοὺς συμμάχους deal wrongly or unworthily with them, Hdt.5.92.ά.    II treat with contempt, disregard, c. acc., Id.1.108, 4.159, 8.20 : part. παραχρεώμενοι, abs., of combatants, fighting without thought of life, setting nothing by their life, Id.7.223.    III use for a further or subsidiary purpose, Arist.PA688a23.    B Act. παραχράω, = παραχρηστηριάζω, Str.Chr.9.8.

German (Pape)

[Seite 508] (s. χράομαι), falsch, auf die unrechte Art brauchen, mißbrauchen, σώματι, Pol. 6, 37, 9. 13, 4, 5; auch vom falschen Gebrauche der Wörter, Sp.; – schlecht behandeln, ὥςπερ ἀνδραπόδοις, D. Hal. 6, 93; Plut.; schlecht handeln, εἴς τινα, Her. 5, 92, 1. – Auch = nebenbei brauchen, als Nebensache behandeln, geringschätzen, πρῆγμα μηδαμὰ παραχρήσῃ, Her. 1, 108. 8, 20, wo es dem οὐ χράομαι entspricht; c. gen., τῶν μαχίμων, 2, 141; absolut, παραχρεώμενοι, 4, 159. 7, 223, von erbitterten Streitern, die ihr Leben für Nichts achten, mit Lebensverachtung kämpfen.

Greek (Liddell-Scott)

παραχράομαι: κακῶς μεταχειρίζομαι, κακὴν ποιοῦμαι χρῆσιν, κακῶς χρῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33 οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 527Α· χρῶ μὴ παραχρώμενος Φίλων 2. 61· μετὰ δοτ., π. τοῖς σώμασι Πολύβ. 9. 37, 9, κτλ.· π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις Διον. Ἁλ. 6. 93· κακῶς ἐφαρμόζω, μεταχειρίζομαι ἐπὶ νέας χρήσεως, οἷον ἐπίθετα, τὰ μὲν συνθείς, τοῖς δὲ παραχρησάμενος Ἄννα Κομν. 1. 148, 13. 2) π. ἐς τινα, φέρομαι κακῶς πρός τινα ἢ ἀναξίως αὐτῷ, Ἡρόδ. 5. 92, 1. ΙΙ. = ἐκ παρέργου χράομαι, μεταχειρίζομαι μετὰ περιφρονήσεως, περιφρονῶ, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. 1. 108., 4. 159., 8. 20 (περὶ τοῦ 2. 141, ἴδε ἐν λ. ἀλογία)· ἡ Ἰων. μετοχ. παραχρεώμενοι κεῖται ἀπολ., ἐπὶ μανιωδῶν μαχητῶν, μαχομένων ἄνευ σκέψεως περὶ ζωῆς, μηδὲν φροντιζόντων περὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 223· πρβλ. ἀφειδῶς. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραχρᾶται· κακῶς λέγει».