τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Full diacritics: πολῐαίνομαι | Medium diacritics: πολιαίνομαι | Low diacritics: πολιαίνομαι | Capitals: ΠΟΛΙΑΙΝΟΜΑΙ |
Transliteration A: poliaínomai | Transliteration B: poliainomai | Transliteration C: poliainomai | Beta Code: poliai/nomai |
(πολιός) Pass.,
A grow white, of the foaming sea, A.Pers.109(lyr.).
πολιαίνομαι: (πολιὸς) Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, π. χ. ἐπὶ τῆς ἀφριζούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110· οὕτω παρὰ Κατούλλῳ 64. 13, spumis incanuit unda.