παραμαρτάνω
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
A err, trespass, εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ar.Fr.692a, cf. Plu.2.89e, Hierocl.p.58A.: c. dat., damage, στήλῃ Ath.Mitt.30.327 (Temenothyrae).
German (Pape)
[Seite 489] (s. ἁμαρτάνω), verfehlen, Plut. cap. ex host. ut. p. 278 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰμαρτάνω: σφάλλομαι, πλανῶμαι μεγάλως, εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 283, πρβλ. Πλούτ. 2.89Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμαρτών· ἀποτυχών».