βάκτρευμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A a staff, βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός by support lent to... E.Ph.1539 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 427] τό, Stab, Stütze, plur. Eur. Phoen. 1555.
Greek (Liddell-Scott)
βάκτρευμα: τό, βακτηρία, ὑποστήριγμα, βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός, δι’ ὑποστηρίξεως παρεχομένης εἰς..., Εὐρ. Φοιν. 1539, πρβλ. 1719.