ἀχίτων
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
[ῐ], ον, gen. ωνος,
A without tunic, i.e. wearing the ἱμάτιον only, of Socrates, X.Mem.1.6.2; of Agesilaus, Ael.VH7.13, Plu.2.210b, cf. 276c; of Cleanthes the Stoic, D.L.7.169; of Gelon, ἀ. ἐν ἱματίῳ D.S.11.26.
German (Pape)
[Seite 418] ωνος, Xen. Mem. 1, 6, 2; Plut. Coriol. 14; bes. von den Cynikern, die im bloßen Mantel gehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχίτων: [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ ἄνευ χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ ἱμάτιον, περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26.