βούλιος
From LSJ
ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
English (LSJ)
ον
A, (βουλή) βουλευτικός 1.2, sage, A.Ch.672 (in Comp. -ώτερος, prob. (for δούλιος) in Id.Supp.599 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 458] klug, πρᾶξαί τι βουλιώτερον Aesch. Ch. 661.
Greek (Liddell-Scott)
βούλιος: -ον, =(βουλή)=βουλευτικός 2, συνετός, σοφός, Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ δούλιος) Ἱκέτ. 599.