βούλιος

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλιος Medium diacritics: βούλιος Low diacritics: βούλιος Capitals: ΒΟΥΛΙΟΣ
Transliteration A: boúlios Transliteration B: boulios Transliteration C: voylios Beta Code: bou/lios

English (LSJ)

βούλιον
A, (βουλή) βουλευτικός 1.2, sage, A.Ch.672 (in Comp. -ώτερος, prob. (for δούλιος) in Id.Supp.599 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον sensato ἄλλο πρᾶξαι δεῖ τι βουλιώτερον A.Ch.672.

German (Pape)

[Seite 458] klug, πρᾶξαί τι βουλιώτερον Aesch. Ch. 661.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
seul. Cp. βουλιώτερος;
sérieux, grave.
Étymologie: βουλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούλιος -ον βουλή met overleg.

Russian (Dvoretsky)

βούλιος:
1 требующий размышления, т. е. серьезный, важный: εἰ δ᾽ ἄλλο πρᾶξαι τι βουλιώτερον Aesch. если нужно сделать нечто серьезное;
2 рассудительный, мудрый (φρήν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

βούλιος: -ον, =(βουλή)=βουλευτικός 2, συνετός, σοφός, Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ δούλιος) Ἱκέτ. 599.

Greek Monolingual

βούλιος, -ον (Α) βουλή
συνετός, σοφός.

Greek Monotonic

βούλιος: -ον (βουλή), =βουλευτικὸς 2, σοφός, συνετός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= βουλευτικός 2.] βουλή
sage, Aesch.