δεχήμερος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον,
A for ten days, lasting ten days, θυσία Pl.Ep.349d; ἐκεχειρία δ. truce terminable at ten days' notice (or, renewable every ten days), Th.5.26; ἀνοχαί Plb.20.9.5; σπονδαὶ Th.6.7,10; written δεκ- BGU812i11 (ii/iii A. D.). II δεχήμερον, τό, a space of ten days, Poll.1.63.
German (Pape)
[Seite 554] zehntägig, Thuc. 5, 26; Plat. u. Folgde; τὸ δεχήμερον, Poll. 1. 63, Zeit von zehn Tagen.
Greek (Liddell-Scott)
δεχήμερος: -ον, ἐπὶ δέκα ἡμέρας, διαρκῶν δέκα ἡμέρας, Ἐπ. Πλάτ. 349D· ἐκεχειρία δεχ. ἀνακωχὴ δέκα ἡμερῶν, Θουκ. 5. 26, πρβλ. Πολύβ. 20. 9, 5, πρβλ. Λίβ. 24. 27· σπονδαὶ δεχ. Θουκ. 6. 7, 10. ΙΙ. δεχήμερον, τό, διάστημα δέκα ἡμερῶν, Πολυδ. Α΄, 63.