διανεύω
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
A nod, beckon, ταῖς κεφαλαῖς D.S.3.18; τινί to a person, Alex.261.12, Ev.Luc.1.22, Luc.VH2.25. II bend away from, avoid, τὰς τῶν ὀργάνων ἐπιβολάς τι Plb.1.23.8; ὀργάς Plu.Fr.27.
Greek (Liddell-Scott)
διανεύω: κλίνω τὴν κεφαλήν, προσκαλῶ, ταῖς κεφαλαῖς Διόδ. 3. 18· τινί, κάμνω νεῦμα πρός τινα, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 1. 12. ΙΙ. ἀποκλίνω, ἀποφεύγω, τι Πολύβ. 1. 23, 8· πρβλ. διακλίνω.