Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διανοέομαι

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

German (Pape)

[Seite 592] dep. pass., im Sinne haben, gesonnen sein, beabsichtigen, seq. inf., Her. 2, 121, 4; διενένωντο ποιήσειν 7, 206 (der inf. fut. ist selten, vgl. Thuc. 7, 56. 8, 55); Plat. Conv. 207 c; στρατεύειν Thuc. 6, 93; διανενόησαι προστατεύειν τῆς πόλεως Xen. Mem. 3, 6, 2; auch τὴν ἀπόβασιν, die Landung beabsichtigen, Thuc. 4, 29; durchdenken, überlegen, u. übh. denken, meinen, z. B. ἃ διανοεῖται λέγει, u. ähnl. Plat. u. Folgde, περί τινος, Plat. Theaet. 185 a u. öfter, vgl. Isocr. 1, 35; auch περί τι ὀρθῶς, Plat. Legg III, 686 d; ὑπέρ τινος, Rep. III, 414 e; seq. acc. c. inf., παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Prot. 324 b; c. ὡς et partic., διανοοῦ ὡς ἐρῶν Legg. XII, 964 a; ὡς λέγοντός μου Rep. VII, 523 c; ὡς ἀνίατον τοῦτον ὄντα Legg. IX, 854 e; διανοοῦνται ὡς πετόμενοι ἐν τῷ ὕπνῳ, sie glauben zu fliegen, Theaet. 158 b; ὡς μὴ ἀκουσομένων οὕτω διανοεῖσθε Rep. I, 827 f; Crat. 439 c; ἐν ἑαυτῷ, bei sich, 384 a; πρὸς αὑτόν, Phil. 38 e; πρὸς πόλεως εὐδαιμονίαν, auf, Legg. I, 628 d; οὕτω πρός τινα, so gegen Jem. gesinnt sein, Rep. I, 343 b; πῆ καὶ πῶς χρήσεται Pol. 3, 93, 2; unterscheiden, Plat. Legg. VIII, 833 c; – διανοηθέν, pass., Plat. Legg. II, 654 c; Ep. VII, 328 b.

Greek (Liddell-Scott)

διανοέομαι: μέλλ. -νοήσομαι, ἀόρ. διενοήθην (ἡ μετοχὴ διανοηθὲν ἀπαντᾷ ἐν παθ. σημασ. παρὰ Πλάτ. Νόμ. 654C, καὶ ὁ Διόδ. 20. 3 ἔχει μέσ. ἀόρ. -ησάμην), πρκμ. διανενόημαι, ἀποθ. (νοέω). Ἔχω κατὰ νοῦν, μελετῶ, ἔχω σκοπόν, ὡς τὸ μέλλω, μετ᾿ ἀπαρεμφ. ἐνεστ. ἢ ἀορ., Ἡρόδ. 2. 121, 4, καὶ 126, Ἀριστοφ. Λυσ. 724, Πλάτ., κτλ.· διανενοημένοι πέμψαι Θουκ. 4. 72· ὡσαύτως μετὰ μέλλ. ἀπαρ., Ἡρόδ. 7. 206, Θουκ. 7. 56· ὑπουργεῖν ἃ διανοούμεθα (ἐνν. ὑπουργεῖν) Ἀντιφῶν 127. 31· τί διαννούμενος εἶπε, τί εἶχε κατὰ νοῦν καὶ εἶπε…, Πλάτ. Θεαιτ. 184Α. ΙΙ. σκέπτομαι περί τινος, μελετῶ τι, Λατ. meditari, τι Ἡρόδ. 6. 86, 4, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· δ. περί τινος, περί τι Πλάτ. Νόμ 644D, 686D· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., νομίζω ἢ ὑποθέτω ὅτι..., ὁ αὐτ. Πρωτ. 324Β· - ἀπολ., σκέπτομαι, Λατ. cogitare, λέγω νοῦν ᾧ διανοεῖται... ἡ ψυχὴ Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 4, 3, πρβλ. 1. 4, 10 - 14· τὸ διανοεῖσθαι, τὸ σκέπτεσθαι, ἡ ἐνέργεια τοῦ σκέπτεσθαι, Πλάτ. Θεαιτ. 189Ε. ΙΙΙ. μετ᾿ ἐπιρρ., σκέπτομαι, εἶμαι διατεθειμένος κατά τινα τρόπον, οὕτω δ. πρός τινα, περί τινος ὁ αὐτ. Πολ. 343Β, Πρωτ. 352Β· καλῶς, κακῶς δ. ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Ε, Ἰσοκρ. 9D· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ὡς καὶ μετοχ., διανοοῦνται ὡς πετόμενοι, σκέπτονται, διάκεινται ὡς ἐὰν (φανταζόμενοι ὅτι) πετῶσι, Πλάτ. Θεαιτ. 158Β· πρβλ. Νόμ. 694C.