διοδεύω
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
English (LSJ)
A travel through, τὴν χώραν Plb.2.15.5; march through, Plu.Ages.17; πανδοκεῖον Arr.Epict.2.23,26; διὰ τῶν νομῶν OGI665.22 (Oasis Magna): c. gen., διοδεύσει πάντων ἡ τύχη J.BJ3.8.7: abs., X.Eph.4.1; pass away, of the cause of disease, Gal.8.20:—Pass., Sor.2.59, AP 9.708 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
διοδεύω: διέρχομαι ὁδεύων, τὴν χώραν Πολύβ. 2. 15. 5, πρβλ. Πλούτ. Ἀγησ. 17· πανδοκεῖον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 23, 26· διὰ τῶν νομῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 4965. 20. -Παθ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 708.