εἰσίπταμαι
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
A = εἰσπέτομαι (q. v.).
German (Pape)
[Seite 743] (s. ἵπταμαι), hineinfliegen; πέτρην Il. 21, 494; εἰς τὸν ἀέρα Ar. Av. 1173; übertr., ἡ φήμη ἐςέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Her. 9, 100; ἡ κλῃδών σφι ἐςέπτατο 101; περιστερᾶς εἰς τὸν νεὼν εἰσπτάσης Ath. IX, 395 a.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσίπταμαι: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ εἰσπέτομαι, ἴδε τὴν λέξιν.