ἐκσῴζω

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσῴζω Medium diacritics: ἐκσῴζω Low diacritics: εκσώζω Capitals: ΕΚΣΩΖΩ
Transliteration A: eksṓizō Transliteration B: eksōzō Transliteration C: eksozo Beta Code: e)ksw/|zw

English (LSJ)

Ep. ἐκσαόω (q.v.) :—

   A preserve from danger, keep safe, Hdt. 9.107, S.Aj.1128, etc.; ἐ. Αἰγίσθου χερός E.El.28 ; ἐ. τινὰ ἐς φάος νεκρῶν πάρα to bring him safe.., Id.HF1222 ; τινὰ ἐκ κινδύνων Pl.Grg. 486b :—Med., save oneself, Hdt.2.107 ; also, save for oneself, ὡς.. βίοτον ἐκσωσοίατο A.Pers.360 ; κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται [δένδρα] S.Ant. 713 :—Pass., ὅταν..νῆσον ἐκσῳζοίατο when they fled for safety to the island, A.Pers.451 ; πῶς ἐξεσώθης E.Supp.751.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσῴζω: Ἐπ. ἐκσαόω (ὃ ἴδε): μέλλ. -σώσω: ―διασῴζω, διαφυλάττω ἐκ κινδύνου, διατηρῶ ἀσφαλῆ, Ἡρόδ. 9. 107, Σοφ. Αἴ. 1128, κτλ.· ἐκσ. τινά τινος, σῴζω τινὰ ἔκ τινος, Εὐρ. Ἠλ. 28· ὅτ’ ἐξέσωσάς μ’ εἰς φάος νεκρῶν πάρα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1222· τινὰ ἐκ κινδύνων Πλάτ. Γοργ. 486Β: ― Μέσ., σῴζω ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 2. 107· ἢ σῴζω δι’ ἐμαυτόν, ὡς... βίοτον ἐκσωσοίατο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται δένδρα Σοφ. Ἀντ. 713: ― Παθ., ὅταν... νεῶν φθαρέντες ἐχθροὶ νῆσον ἐκσῳζοίατο, ὅταν νικηθέντες ἐν τῇ ναυμαχίᾳ οἱ ἐχθροὶ προσπαθήσωσι νὰ εὕρωσι καταφύγιον ἐν τῇ νήσῳ κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 451· οὕτως, ἐξεσώθης Εὐρ. Ἱκ. 751.