φειδωλός

From LSJ
Revision as of 09:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδωλός Medium diacritics: φειδωλός Low diacritics: φειδωλός Capitals: ΦΕΙΔΩΛΟΣ
Transliteration A: pheidōlós Transliteration B: pheidōlos Transliteration C: feidolos Beta Code: feidwlo/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν Ar.Nu.421 (anap.), Lys.1.7:—

   A sparing, thrifty, and as Subst., niggard, miser, Ar. Pl.237, Eup.154, Democr.228, Pl.R.554a, al.; φ. γαστήρ Ar.Nu. l.c.; φ. γλῶσσα a niggard tongue, i.e. sparing of words, Hes. Op. 720: c. gen., φ. χρημάτων Pl.R.548b; τόξων Anon.Trop.p.209 S. (cf. φειδωλία 11); φ. περί τινα Eus.Mynd.6; τὸ φ. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Pl.R.560c; τὸ φ. ἐν δαπάναις Plu.Galb.3; θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα pursuing earthly and niggardly practices, Pl.Phdr.256e; φ. μέτρῳ Alciphr.3.57 (nisi leg. Φειδωνίῳ, cf. sq. 11). Adv., τεθραμμένος . . ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς Id.R.559d.    II merciful, PMag.Leid.V.9.3.

German (Pape)

[Seite 1260] bei den Att. auch zweier Endgn, wie Lys. 1, 7, – schonend, sparsam, karg; γλῶσσα, wortkarg, Hes. O. 722; Ar. Nubb. 420 Plut. 237; Plat. Rep. VIII, 554 a u. öfter; χρημάτων 548 e; τεθραμμένος ἀπαιδεύτως καὶ φειδωλῶς 559 d.

Greek (Liddell-Scott)

φειδωλός: -ή, -όν, καὶ ός, ὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 420, Λυσίας 92. 23 (ἀλλὰ τοῦτο φαίνεται ἐφθαρμένον)· ― καὶ ὡς οὐσιαστικ., ὁ φιλάργυρος, Ἀριστοφ. Πλ. 237· ἐκεῖνος ἧν φειδωλός, ὃς ἐπὶ τοῦ βίου... τριχίδας ὠψώνησ’ ἅπαξ Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 16, Πλάτ. Πολ. 554A, κ. ἀλλ.· φ. γαστὴρ Ἀριστοφ. Νεφ. 420· φ. γλῶσσα, μὴ λαλοῦσα πολλά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· ― μετὰ γεν., φ. χρημάτων Πλάτ. Πολ. 548B· ὡσαύτως, φ. περί τι Εὐσ. παρὰ Στοβ. (ἐν ἐπιγρ.) 4. 104· ― τὸ φ. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 560C· τὸ φ. ἐν δαπάναις Πλουτ. Γάλβ. 3· θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα, ἐπιδιώκουσα ἀσχολίας γηΐνας καὶ φιλαργύρους, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 256E. ― Ἐπίρρ., τεθραμμένος... ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D.