καρόω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρόω Medium diacritics: καρόω Low diacritics: καρόω Capitals: ΚΑΡΟΩ
Transliteration A: karóō Transliteration B: karoō Transliteration C: karoo Beta Code: karo/w

English (LSJ)

   A plunge into deep sleep or torpor, stun, stupefy, πληγαὶ καροῦσαι Hp.Art.30; of wine, Antipho Soph.34, Anaxandr.3, cf. Ath.1.33a; ὀδμὴ καροῦσα a stupefying smell, Id.15.675d:—Pass., to be stupefied, ὑπὸ βροντῆς, of certain fish, Arist.HA602b23; ὑπὸ μύρου, of bees, Id.Mir.832a3; ὑπὸ τῶν εὐωδιῶν Str.16.4.19; θανάτῳ κεκαρωμένα . . πέλωρα Theoc.24.59; τραύμασι D.H.3.19, cf. Plu.Art.11; τὴν διάνοιαν D.H.Th.34; of drunken sleep, LXXJe.28(51).39.

German (Pape)

[Seite 1328] in schweren, tiefen Schlaf versenken, betäuben; καροῦσθαι ὑπὸ βροντῆς Arist. H. A. 8, 20; θανάτῳ κεκαρωμένος Theocr. 24, 58; τραύμασιν D. Hal. 3, 19; vom Weine Ath. I, 33 a; Anaxandrid. bei Ath. XI, 481 f; vom Geruch, Ath. XV, 675 d; erstarren, von einer Schlange, S. Emp. pyrrh. 1, 58.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρόω: μέλλ. -ώσω, βυθίζω εἰς βαθὺν ὕπνον, ναρκώνω, πληγαὶ καροῦσαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797· ἐπὶ οἴνου, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἀγροίκοις» 2, πρβλ. Ἀθήν. 33Α· ὀδμὴ καροῦσα, ὀσμὴ ναρκοῦσα, ἐπιφέρουσα ἀναισθησίαν, αὐτόθι 675D. - Παθ., αἰσθάνομαι βάρος ἐν τῇ κεφαλῇ, ναρκοῦμαι ὑπὸ βροντῆς, ἐπί τινων ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 1· ὑπὸ μύρου, ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 21· καρούμενοι ὑπὸ τῶν εὐωδιῶν Στράβ. 778· θανάτῳ κεκαρωμένος Θεόκρ. 24. 58· τραύμασι Διον. Ἁλ. 3. 19· τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. π. Θουκ. 34· πρβλ. χαρακόω.