κρηναῖος
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
α, ον, (κρήνη)
A of, from a spring or fountain, Νύμφαι κρηναῖαι, = Κρηνιάδες, Od.17.240; κ. ὕδωρ spring water, Hdt.4.181; ποτόν S.Tr.14, Ph.21; νασμοί E.Hipp.225 (anap.); γάνος, i.e. the water of Dirce, A.Pers.483; λιβάδες AP9.549 (Antiphil.); K. πύλαι the gate of Dirce (v. Sch.), E.Ph. 1123.
Greek (Liddell-Scott)
κρηναῖος: -α, -ον, (κρήνη) ἐκ πηγῆς ἢ βρύσεως, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Ὀδ. Ρ. 240· κρ. ὕδωρ, ὕδωρ πηγαῖον, ἐκ κρήνης, Ἡρόδ. 4. 181· κρ. ποτὸν Σοφ. Τρ. 14, Φιλ. 21· νασμοὶ Εὐρ. Ἱππ. 225· κρηναῖον γάνος, ὃ ἐ. τὸ ὕδωρ τῆς Δίρκης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 483· οὕτω Κρ. πύλαι, αἱ πύλαι τῆς Δίρκης (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1123. II. ὡς οὐσιαστ. κρηναία, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Αʹ, 1208, ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ δίζετο κρηναίης, ἀναγνώσωμεν, δίζητο κρήνης.