ἐπιτροπεύω

From LSJ
Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτροπεύω Medium diacritics: ἐπιτροπεύω Low diacritics: επιτροπεύω Capitals: ΕΠΙΤΡΟΠΕΥΩ
Transliteration A: epitropeúō Transliteration B: epitropeuō Transliteration C: epitropeyo Beta Code: e)pitropeu/w

English (LSJ)

   A to be an administrator, guardian, etc.    1 abs., Hdt.1.134, X.Oec.12.8, 13.1, IG3.392, etc.; τινί for one, Pl.Lg.849b.    2 c. gen., Λεωβώτεω Hdt.1.65; Αἰγύπτου ἐ. Id.3.15; τοῦ πλήθεος ib.82; Βαβυλῶνος Id.7.62 ; τινός PSI4.281.30 (ii A.D.); χώρας J.AJ11.4.6 (Med., v.l. Act.).    3 c. acc., govern, manage, τὴν πατρίδα Hdt.3.36; πόλιν Id.8.127, Pl.R.519c; τὸν δῆμον Ar.Eq.212, al.; τὴν κτῆσιν Pl.Lg.877c:—Pass., to be managed by bailiffs, Arist.Oec.1345a8.    b c. acc. pers., ἐ. τινά to be guardian and regent for him, Th.1.132, Lys.10.5:—Pass., to be under guardians, Is.1.10; ὑπό τινων SIG364.58 (Ephesus, iii B. C.), etc.; κακῶς.. ἐπιτροπευθῆναι to be ill-treated by one's guardians, Pl.Lg.928c, cf. D.27.5 ; αἰσχρῶς -τετροπευμένους ὑπὸ τοῦ πάππου Lys.32.3: metaph., ὁ σοφὸς -εύεται ὑπὸ θεοῦ Porph. Marc.16.    4 in Roman Law, to be procurator, IG14.911, Plu. 2.471a, etc.; τῆς Ἰουδαίας v.l.in Ev.Luc.3.1.    b act as agent, represent a person's interest, Mitteis Chr.372ii2 (ii A. D.).    II = ἐπιτρέπω, grant, allow, δίαιταν Is.5.31 codd. ἐπιτροπ-έω, = foreg., dub. in Pl.Com. 265.

German (Pape)

[Seite 996] ein ἐπίτροπος sein, Verwalter, Vormund, Statthalter sein, absolut, Her. u. A.; τῆς Αἰγύπτου, Her. 7, 7 u. öfter; Λεωβώτεω, 3, 36 u. Sp.; – τὴν πόλιν, verwalten, Her. 8, 127; u. so gew. bei den Attikern, τὰ ἐν τῷ τόπῳ, τὴν κτῆσιν, Plat. Rep. VII, 516 b Legg. IX, 877 b; pass., ἐὰν ἡγῆται κακῶς ἐπιτροπευθῆναι, bevormundet zu sein, XI, 928 c; vgl. Lys. 10, 5; Is. 1, 9; Dem. 7, 5; τινά, Jemandes Vormund sein, Thuc. 1, 132. – Auch = ἐπιτρέπω, δίαιταν Isae. 5, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτροπεύω: εἶμαι ἐπίτροπος, ἐπιτροπεύω, διευθύνω, φυλάττω, ἐπιστατῶ, 1) ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 134, Ξεν. Οἰκ. 12, 8., 13, 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 519, κτλ.· τινὶ Πλάτ. Νόμ. 849Β. 2) μετὰ γεν., Λεωβώτεω Ἡρόδ. 1. 65· ὡσαύτως ἐπὶ χώρας, Αἰγύπτου ἐπ. ὁ αὐτ. 3. 15· τοῦ πλήθεος αὐτόθι 82· Βαβυλῶνος ὁ αὐτ. 7. 62· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ., τῆς χώρας ἧς ἐπετροπεύοντο Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 4, 6. 3) μετ’ αἰτ., κυβερνῶ, διοικῶ, τὴν πατρίδα Ἡρόδ. 3. 36· τὴν πόλιν ὁ αὐτ. 8. 127, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 519Β· τὸν δῆμον οἷός τ’ ἐπιτροπεύειν εἴμ’ ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἱππ. 212. 426, 949· τὴν κτῆσιν Πλάτ. Νόμ. 877C· μετ’ αἰτ. προσ., ἐπ. τινά, εἶμαι φύλαξ καὶ ἐπίτροπός τινος, Θουκ. 1. 132, Λυσ. 116. 31. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἐπιτρόπους, ὁ αὐτ. 894. 3, Ἰσαῖος 36. 7. κλ.· κακῶς... ἐπιτροπευθῆναι Πλάτ. Νόμ. 928C, πρβλ. Δημ. 814. 27· οὕτως ἐπιτροπευθεὶς ὁ αὐτ. 829. 9. ΙΙ = ἐπιτρέπω, δίαιταν Ἰσ. 54. 6.