ἐπιτυχής

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτυχής Medium diacritics: ἐπιτυχής Low diacritics: επιτυχής Capitals: ΕΠΙΤΥΧΗΣ
Transliteration A: epitychḗs Transliteration B: epitychēs Transliteration C: epitychis Beta Code: e)pituxh/s

English (LSJ)

ές, (ἐπιτυγχάνω)

   A hitting the mark, successful (opp. ἀποτυχής, Pl.Sis.391c (Comp.)), κότος A.Supp.744 Turneb.(lyr.); ἔν τινι Arist.Div.Somn. 463b19, D.S.4.83 ; κατά τι Plb.5.102.1 ; ἐς πάντα App.BC2.149 (Sup.): c.gen., ἐ. τῶν καιρῶν δόξα that always hits the right nail on the head, Isoc.12.30. Adv. -χῶς, εἰπεῖν Pl.Phlb.38d ; διειλέχθαι Isoc.12.230, cf.Plu.Mar.17, Aët.9.28.    II Pass., easy to hit, εὔβλητοι καὶ ἐ. App.Syr.35.

German (Pape)

[Seite 998] ές, das Ziel treffend, erreichend, βέλη App.; gew. übertr., seine Absicht, seinen Wunsch erreichend, erlangt habend, ἔπλευσαν ὧδ' ἐπιτυχεῖ κότῳ Aesch. Suppl. 725; τοῦ μὴ ὄντος ἐπιτυχέστερος Plat. Sis. 391 d; δόξαν ἐπιτυχῆ τῶν καιρῶν ἔχειν καὶ δυναμένην στοχάζεσθαι τοῦ συμφέροντος Isocr. 12, 30; glücklich, Pol. 3, 15, 6; ἐν ταῖς πράξεσιν D. Sic. 4, 83, u. öfter bei Sp. – Pass. leicht zu treffen, zu erreichen, τοῖς πολεμίοις εὔβλητοι καὶ ἐπιτυχεῖς ὄντες App. Syr. 35. – Adv. treffend, εἰπών Plat. Phil. 38 d; Folgde; προηγόρευε Plut. Mar. 17; ἐπιτ. διειλεγμένος, mit Erfolg, Isocr. 12, 230.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτυχής: -ές, (ἐπιτυγχάνω), ὁ ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, ἀποτελεσματικός, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀποτυχής, ἐν τῷ Συγκρ. (Πλάτ. Σίσυφ. 391D)· κότος Αἰσχύλ. Ἱκ. 744· ἔν τινι Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ ὕπν. μαντικῆς 2, Διόδ. 4. 83· κατά τι Πολύβ. 5. 102, 1· μετὰ γεν., ἐπ. τῶν καιρῶν δόξα, ἥτις ἀείποτε ἐπιτυγχάνει, Ἰσοκρ. 239 Α. ― Ἐπίρρ., ἐπιτυχῶς εἰπεῖν Πλάτ. Φίλ. 38D· διειλέχθαι Ἰσοκρ. 280D. ΙΙ. Παθ., εὔκολος εἰς τὸ νὰ κτυπήσῃ τις αὐτόν, εὔβλητοι καὶ ἐπ. Ἀππ. Συρ. 25.