ἔφυδρος
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
Ion. ἔπ-, ον, (ὕδωρ)
A moist, rainy, of the west wind, Od.14.458; ἡμέρα Aristid.Or.48 (24).50. 2 abounding in water, [γῆ] ἔπυδρος πίδαξι Hdt.4.198, cf. Hp.Aër.1, Arist.Mete.347a31, Dsc.1.15. 3 living on the water, νῆτται Philostr.Im.1.9 (cf. ἐπίϋδρος).
German (Pape)
[Seite 1123] ion. ἔπυδρος, feucht, naß, ζέφυρος Od. 14, 458; γῆ ἔπυδρος πίδαξι Her. 4, 198; so bes. von Oertern auch τὰ ἔφυδρα allein, Theophr.; – wassersüchtig, Hippocr. – Sp. auch = an, bei dem Wasser, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφυδρος: Ἰων. ἔπυδρος, ον, (ὕδωρ) ὑγρός, βροχερός, ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ ἀνέμου, Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος Ὀδ. Ξ. 458· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Orion aquosus. 2) ἔχων ἄφθονον ὕδωρ, γῆ ἔπυδρος πίδαξι Ἡρόδ. 4. 198, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 10, 3, κ. ἀλλ. 3) ὑδρωπικός, Ἱππ. (;) 4) ζῶν ἐπ’ τοῦ ὕδατος, νῆττα Φιλόστρ. 776.