καταδέχομαι

From LSJ
Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδέχομαι Medium diacritics: καταδέχομαι Low diacritics: καταδέχομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: katadéchomai Transliteration B: katadechomai Transliteration C: katadechomai Beta Code: katade/xomai

English (LSJ)

Arc. κατυ- SIG306.58 (iv B.C.):—

   A receive, admit, τι εἰς τὴν ψυχήν Pl.R.401e; [τὸν θεὸν] τῇ σκηνῇ J.AJ3.8.1; πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονήν Luc.Nigr.16; esp. of food, τοὺς φακούς Eup. 350; πόμα Hp.Epid.7.41; τροφήν Pl.Ti.84b, cf.Arist.Resp.476a29:— Pass., -δεχθῆναι ἐπὶ γάμον Luc.Tox.44.    2 receive back, take home again, esp. from banishment, And.3.3, Lys.6.13, D.26.6, etc.: aor. Pass. καταδεχθῆναι in pass. sense, Luc.Bis Acc.31, D.C.78.39: fut. καταδεχθήσεσθαι ib.40.40.    3 accept, admit the truth of, τὸ γενεθλιαλογεῖν Str.16.1.6.    4 allow, permit of, ἀναβολήν Suid. s.v. εἰσαγγελία; τὴν μῖξιν Phlp.in GC189.6.

German (Pape)

[Seite 1345] aufnehmen, annehmen, zu sich nehmen; Speise, Hippocr., wie Plat. Tim. 84 b; καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχήν Rep. III, 401 e; τινὰ ἐπὶ γάμον Luc. Tor. 44; – wieder aufnehmen, die Verbannten, Andoc. 1, 66. 3, 31; ὠστρακισμένον 3, 3; Dem. 26, 6 u. A., oft; aor. pass., καταδεχθῆναι ἠξίουν Luc. bis accus. 31, wie D. Cass. 78, 39; fut. pass., Luc. Tox. 44 D. C. 40, 40. – Uebtr., πάσαις πύλαις τὴν ἡδονήν Luc. Nigr. 16; – zulassen, gestatten, Suid. v. εἰσαγγελία.

Greek (Liddell-Scott)

καταδέχομαι: ἀποθ., δέχομαι, ἀποδέχομαι, τι εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 401Ε· τινα ἐπὶ γάμον Λουκ. Τόξ. 44· πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονὴν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 16· - ἰδίως ἐπὶ τροφῆς, τοὺς φακοὺς Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 29· πόμα Ἱππ. 1221D· τροφὴν Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3. 2) δέχομαι ὀπίσω, δέχομαι πάλιν εἰς τὴν πατρίδα, ἰδίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἀνδοκ. 23. 42, Λυσ. 104. 22, κτλ.· Παθ. ἀόρ. καταδεχθῆναι, ἐπὶ παθ. σημασίας, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 31, Δίων Κ. 78. 39· καὶ μέλλ. καταδεχθήσεσθαι, αὐτόθι 40. 40. 3) ἐπιδέχομαι, «ἀδικήμασι μεγίστοις ἀναβολὴν μὴ καταδεχομένοις» Σουΐδ. ἐν λέξ. εἰσαγγελία c.