κατακλαίω
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
Att. κατακλάω [ᾱ],
A bewail loudly, lament, τινα Ar.V.386:— Med., E.El.156 (lyr.), IT149(lyr.). 2 abs., wail aloud, Id.El. 113 (lyr.). II c. gen. pers., lament before or to another, Herod. 1.59, Arr.Epict.1.23.4, etc.; κ. αὐτὸς ἑαυτοῦ ib.3.13.4.
German (Pape)
[Seite 1353] (s. κλαίω), att. -κλάω, beweinen; Eur. El. 113, der auch das med. braucht, I. T. 149 El. 156, wie Pol. 12, 15, 3; κατακλαύσαντές με Ar. Vesp. 336; Sp., die auch τινὸς κατακλαίειν sagen, Einem Etwas vorweinen. Vgl. κατακλάω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλαίω: Ἀττ. -κλάω ᾱ: μέλλ. -κλαύσομαι: ―μεγαλοφώνως θρηνῶ, πολὺ κλαίω τινά, τινα Ἀριστοφ. Σφ. 386· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ἑλ. 156· σύγγονον κατακλαιομένη Ι. Τ. 149. 2) ἀπολ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Εὐρ. Ἑλ. 113. 128. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., θρηνῶ ἐνώπιόν τινος ἢ πρός τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 23, 4, κτλ.· κ. αὐτὸς ἑαυτοῦ 3. 13, 4.