καταπαίζω

From LSJ
Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαίζω Medium diacritics: καταπαίζω Low diacritics: καταπαίζω Capitals: ΚΑΤΑΠΑΙΖΩ
Transliteration A: katapaízō Transliteration B: katapaizō Transliteration C: katapaizo Beta Code: katapai/zw

English (LSJ)

fut. -παίξομαι (v. infr.),

   A jest, mock at, c. gen., καταπαίζεις ἡμῶν Ar.Fr.166, cf. LXX 4 Ki.2.23, AP5.39 (Nicarch.); τῶν δογματικῶν S.E.P.1.62: c. acc., D.L.2.136.    2 deceive, ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου -παίξεται LXXJe.9.5(4).    II Med. in sense of Act., ἐπί τινι πράξει τινῶν κ. Hdn.Fig.p.92S.

German (Pape)

[Seite 1367] (s. παίζω), darüber scherzen, spotten, τινός, Ar. frg. 212 u. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 62 u. Nicarch. 2 (V, 40); καταπαίξονται ist bei Apoll. L. H. Erkl. von μωμήσονται; Sp., wie D. L. 2, 136, auch τινά.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαίζω: μέλλ. -παίξομαι, ἐμπαίζω, περιγελῶ τινα, μετὰ γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ ἐμπαιχθῇ αὐτός, Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται.