κίσσα
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
Att. κίττᾰ, ἡ,
A jay, Garrulus glandarius, Ar.Av.302, Antiph. 302, etc.; σοῦ δ' ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ' εἶδον... οὐ κίτταν Alex.92; prov., ἁ κίττα τὰν Σειρῆνα μιμουμένα Gal.8.632. 2 = ἰχθῦς ποιός, Hsch. II 'longing' of pregnant women, craving for strange food, Dsc.1.115, Sor.1.48, S.E.M.5.62: pl., Gal.8.343.
German (Pape)
[Seite 1442] ἡ, att. κίττα, Häher, Holzschreier, nach Plin. pica glandaria; Ar. Av. 302. 1297; Plut. u. a. Sp. – Bei schwangeren Frauen = der Ekel an gewöhnlichen Speisen u. krankhaftes Gelüst nach besonderen, Sext. Emp. adv. math. 5, 62 u. Medic., vgl. Schol. Ar. Pax 496.
Greek (Liddell-Scott)
κίσσᾰ: Ἀττ. κίττᾰ, ἡ, φλύαρόν τι καὶ ἀδηφάγον πτηνόν, ἴσως ἡ «καρακάξα», Pica glandaria, Πλίν.· κατ’ ἄλλους Pica Europaea, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, κτλ.· σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον..., οὐ κίτταν Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1. ΙΙ. ἡ ἐπιθυμία ἐγκύου γυναικὸς πρὸς ἀσυνήθη βρώματα, ψευδὴς ὄρεξις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 62, Διοσκ. 1. 166· ― παρὰ Γαλην. κίττησις, ἡ.