κωμαστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A of or fit for a κῶμος, ᾠδή Ael.NA9.13; μέλη D.H.19.8, cf. Ph.1.372. Adv. -κῶς Ael.VH13.1.
German (Pape)
[Seite 1544] den κωμαστής betreffend, jubelnd u. schwärmend, Sp.; ἑορτή Eust.; ὄρχησις Poll. 4, 99; ᾠδή Ael. H. A. 9, 13. – Adv. κωμαστικῶς, nach Art der Schwärmer, Ael. H. A. 13, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κωμαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κῶμον, ᾠδὴ Αἰλ. π. Ζ. 9. 13· μέλος Φίλων 1. 372. Ἐπίρρ. -κῶς, Αἰλ. π. Ζ. 1. 31.