κυφός

From LSJ
Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡφός Medium diacritics: κυφός Low diacritics: κυφός Capitals: ΚΥΦΟΣ
Transliteration A: kyphós Transliteration B: kyphos Transliteration C: kyfos Beta Code: kufo/s

English (LSJ)

ή, όν, (κύπτω, κέκῡφα)

   A bent forwards, stooping, hunchbacked, ὃς δὴ γήραϊ κ. ἔην καὶ μυρία ᾔδη Od.2.16; κ. ἀνήρ, πρεσβύτης, Ar.Ach. 703, Pl.266; σφόνδυλοι ἕλκονται ἐς τὸ κ., in curvature of the spine, Hp.Art.41; τρίγλαι κ. Epich.64; freq. of shrimps, from their form, Eub.111, Matro Conv.64, AP5.184 (Asclep.); τῶν καρίδων αἱ κυφαί shrimps, e.g. Palaemon squilla, Arist.HA525b1, cf.549b12; of birds, Id.IA710b18; also ὑπὸ κ. ἄροτρον IG14.2012.14 (Sulp. Max.); cf. κύφων 1.    II curved, round, of a cup, Ath.11.482e.

German (Pape)

[Seite 1539] (vgl. κύπτω), vornüber gebogen, gebückt, gekrümmt; γήραϊ κυφός Od. 2, 16; Ar. Plut. 266; κυφὸς διὰ γῆρας D. L 6, 92; – αἱ κυφαί, eine Art καρῖδες, Matro bei Ath. IV, 156 a; Arist. H. A. 4, 2. 5, 17; vgl. τρίγλαι κυφαί Epicharm. bei Ath. VII, 288 a; καρῖδες Asclepds. 28 (V, 185).

Greek (Liddell-Scott)

κῡφός: -ή, -όν, (κύπτω, κέκῡφα) κεκλιμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυρτωμένος, κύπτων, «καμπούρης» (πρβλ. λορδός), ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη Ὀδ. Β. 16· κ. ἀνήρ, κ. πρεσβύτης Ἀριστοφ. Ἀχ. 703, Πλ. 266· ἕλκεσθαι ἐς κυφόν, ἔχειν κύρτωμα τῆς ῥάχεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806· τρίγλαι κ. Ἐπίχ. 37 Ahr.· συχν. ἐπὶ καρίδων ἕνεκα τοῦ σχήματος αὐτῶν, Εὔβουλ. ἐν «Τιτθαῖς» 4, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Α, Ἀνθ. Π. 5. 185· ἀλλὰ διὰ τοῦ: τῶν καρίδων αἱ κυφαὶ ὁ Ἀριστ. χαρακτηρίζει εἶδός τι αὐτῶν ἰδιαίτερον, τῶν καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κράγγονες καὶ τὸ μικρὸν γένος π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2., 5. 17, 8· ὑπὸ κ. ἄροτρον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 14. ΙΙ. κεκυρτωμένος, στρογγύλος, ἐπὶ ποτηρίου, Ἀθήν. 482Ε.