μεγαλύνω
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
fut.
A μεγαλῠνῶ LXX Ge.12.2, al.: aor. ἐμεγάλυνα ib.Ec.2.4, al.:—Pass., fut. -υνθήσομαι ib.Za.12.11, al.: aor. -ύνθην ib.Ma.1.5, al.: pf. part. μεμεγαλυμμένος Aq.Ps.143(144).12: (μέγας):—make great or powerful, exalt, τοὺς πολεμίους Th.5.98:—Pass., μεγαλύνεσθαι ἐκτῶν συμβαινόντων gain great glory by. ., X.HG7.1.24, cf. Ep.Phil.1.20, POxy.1592.3 (iii/iv A. D.). II make great by word, extol, magnify, τὸ ὄνομά τινος E.Ba.320; μ. τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρά τινι Th.8.81; ἑαυτόν X.Ap.32; μ. τὴν Λακεδαίμονα πρὸς Ἀθηναίους Plu.Cim.16; τοῦ θεοῦ τὴν δύναμιν D.S.1.20: freq. in LXX, ll. cc.:—Med., boast oneself, περί τινος Sapph.35; γέννα in point of birth, A.Pr.892 (lyr.); οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ X.Hier.2.17, cf. Oec.21.4; ταῦτ' ἀκούων ἐμεγαλύνετο Id.Mem.3.6.3. 2 magnify, exaggerate, Th.6.28, Phld. Rh.1.173 S., Ir.p.45 W., D.C.Fr.57.81, al.
German (Pape)
[Seite 108] groß machen, erheben; med., τῶν γέννᾳ μεγαλυνομένων, Aesch. Prom. 894; ὅταν τὸ Πενθέως ὄνομα μεγαλύνῃ πόλις, Eur. Bacch. 320; ὑπερβάλλων ἐμεγάλυνε τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρὰ τῷ Τισσαφέρνει, Thuc. 8, 81; τοὺς πολεμίους, 5, 98, verstärken, wie D. Sic. 1, 20 u. Plut. Them. 27; ἑαυτόν, Xen. Apol. 32, vgl. Mem. 3, 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλύνω: ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (μέγας)· - κάμνω τινὰ μέγαν ἢ ἰσχυρόν, ὑψώνω, ἐνισχύω, ἰσχυροποιῶ, τοὺς πολεμίους Θουκ. 5. 98· τὴν δύναμίν τινος Διόδ. 1. 20. - Παθ., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος, λαμβάνειν μεγάλην δόξαν, ... Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 24. ΙΙ. μεγαλοποιῶ, ἐπαινῶ, ὑπερυψῶ, δοξάζω, τὸ ὄνομά τινος Εὐρ. Βάκχ. 320· μ. τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρά τινι Θουκ. 8. 81· ἑαυτὸν Ξεν. Ἀπολ. 32· μ. τινὰ πρός τινα Πλουτ. Κίμ. 16. -Μέσ., καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, ἐπαίρομαι, γέννᾳ, ἐπὶ καταγωγῇ, Αἰσχύλ. Πρ. 892· οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ Ξεν. Ἱέρ. 2, 17, πρβλ. Οἰκ. 21, 4· ταῦτ’ ἀκούων ἐμεγαλύνετο ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 6, 3· πρβλ. μεγαλίζομαι. 2) μεγαλοποιῶ ἔγκλημα, Θουκ. 6. 28.