μεταμελητικός
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ή, όν,
A full of regrets, always repenting, Arist.EN 1150a21, Ptol.Tetr.155.
German (Pape)
[Seite 150] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμελητικός: -ή, -όν, πλήρης μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας μεστός, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.