μιμαίκυλον
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
τό,
A fruit of κόμαρος, Crates Com.40, Amphis 38, Theopomp.Com.67, Thphr.CP2.8.2, Scyl.108, Porph.Abst.2.7; but μεμαίκυλον, Thphr.HP3.16.4, Poll.7.144, Gal.6.621:—also μεμαίκυλος, ἡ, ibid.; μιμάκυλος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 186] τό, die eßbare Frucht des Erdbeerbaumes, Theophr. u. com. bei Ath. II, 50 e, wird auch μιμάκυλον u. μαιμάκυλον geschrieben, u. Poll. 7, 144 μεμαίκυλα.
Greek (Liddell-Scott)
μῐμαίκῠλον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κομάρου, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 4, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2· ἀλλὰ μεμαίκυλον, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4, Πολυδ. Ζ΄, 144· ὡσαύτως μεμαίκυλος, Παῦλ. Αἰγ. 247. 12 (ὡς ἀπαιτεῖ ἡ σειρά)· μιμάκυλος, Ἡσύχ.