πανλώβητος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
ον,
A grievously disfigured, hideous, Luc.Tox.24.
German (Pape)
[Seite 460] ganz, sehr entstellt, häßlich, μορμολυκεῖον, Luc. Tox. 24, besser παλλ.
Greek (Liddell-Scott)
πανλώβητος: oν, ὁ πάνυ λελωβημένος, πάνυ δύσμορφος, δυσειδέστατος, Λουκ. Τόξ. 24.