διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: περιχειλόω | Medium diacritics: περιχειλόω | Low diacritics: περιχειλόω | Capitals: ΠΕΡΙΧΕΙΛΟΩ |
Transliteration A: pericheilóō | Transliteration B: pericheiloō | Transliteration C: pericheiloo | Beta Code: perixeilo/w |
A edge round, σιδήρῳ with iron, X.Eq.4.4.
[Seite 600] rings einfassen, mit einem Rande umgeben, Xen. Equ. 4, 4.
περιχειλόω: περιβάλλω τι ὁλόγυρα μὲ χείλη, περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἂν μὴ σκεδαννύωνται (οἱ λίθοι) Ξεν. Ἱππ. 4, 4.