προσάββατον
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
τό,
A eve of the sabbath, LXXJu.8.6, Ev.Marc.15.42, Bull.Inst.franc. d'Arch.orientale 30.5.
Greek (Liddell-Scott)
προσάββᾰτον: τό, ἡ πρὸ τοῦ Σαββάτου ἡμέρα, ἡ Παρασκευή, (Ἰουδὶθ Η΄, 6), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 42· προσάββατος ἠὼς ἐν Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. 19. 14.