πολύωτος
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ον, (οὖς)
A many-eared, Ps.-Luc.Philopatr.3.
German (Pape)
[Seite 678] vielöhrig, Luc. Philopatr. 3.
Greek (Liddell-Scott)
πολύωτος: -ον, (οὖς) ὁ ἔχων πολλὰ ὦτα, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρις 3.