προκαθίημι
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A let down beforehand, εἰς τὴν βαλανοδόκην βρόχον Aen.Tact.18.9: metaph., εἰς ταραχὴν π. πόλιν plunge the city into confusion, D.14.5; π. τινὰ ἐξαπατᾶν put a person forward in order to deceive, Id.19.77; π. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, spread it before, D.C.58.9(prob.), Aristid.1.482J.:— Pass., ἐπὶ τῷ ὕδατι τὰ σκεύη προκαθεῖτο D.C.62.15.
German (Pape)
[Seite 727] (s. ἵημι), vor od. vorher hinab, hinunter schicken; εἰς ταραχὴν τὴν πόλιν μὴ προκαθεῖναι, vorher in Unruhe stürzen, Dem. 14, 5; feindlich gegen Einen vorher abschicken, τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, 19, 77, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προκαθίημι: καθίημί τι πρότερον, τὶ εἴς τι Αἰν. Τακτ. 18· μεταφορ., εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν πόλιν ἡμῶν, νὰ μὴ καταβυθίσητε αὐτὴν εἰς ταύτην τὴν σύγχυσιν, Δημ. 179. 20· τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, τὸν ἔβαλε νὰ ἐξαπατᾷ ὑμᾶς, ὁ αὐτ. 365. 13· πρ. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, διαδίδω πρότερον, Δίων Κ. 58. 9, Ἀριστείδ. 1. 482.