ῥᾳθυμέω
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
German (Pape)
[Seite 832] leichtsinnig, nachlässig, sorglos sein, dem Vergnügen, der Liebe ergeben sein, in B. A. 300 erkl. τὸ ἀργεῖν ἢ κατατρυφᾶν ἢ τοῖς ἀφροδισίοις σχολάζειν; auch in gutem Sinne, sorglos sein, Plat. Legg. X, 903 b; im Ggstz von πονεῖν, Xen. An. 2, 6, 6; Hell. 5, 1, 14; Isocr. 1, 9; Dem. 1, 13; ἐῤῥᾳθυμηκότες, 15; ἐπὶ τοιούτοις ἔργοις, 19, 270; περί τινος, sich um Etwas nicht kümmern, Pol. 2, 49, 9 u. öfter; Luc. Catapl. 1; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳθῡμέω: εἶμαι ῥᾴθυμος, ἀργῶ, τρυφῶ, Πολύβ. 10. 20, 2. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀμελῶ, μένω ἀργός, δὲν πράττω τι, ἀντίθετον τῷ πονέω, ἐξὸν δὲ ῥᾳθυμεῖν βούλεται πονεῖν ὥστε πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 6, Ἰσοκρ. 3D, κτλ.· ῥ. ἐπί τινι Δημ. 427 ἐν τέλ.· περί τινος Πολύβ. 2. 49, 9· περί τι Διόδ. 2. 18., 14. 88.