πωτάομαι

From LSJ
Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωτάομαι Medium diacritics: πωτάομαι Low diacritics: πωτάομαι Capitals: ΠΩΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: pōtáomai Transliteration B: pōtaomai Transliteration C: potaomai Beta Code: pwta/omai

English (LSJ)

Ep. impf.

   A πωτῶντο Il.12.287: Dor. fut. πωτάομαι [ᾱ] Ar.Lys.1013: aor. ἐπωτήθην AP7.699, (ἐξ-) Babr.12.1:—poet. Frequentat. of ποτάομαι, fly about, λίθοι πωτῶντο Il. l.c.; σπινθαρίδες h.Ap.442; ψυχαὶ ἀσεβέων . . πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Pi.Fr.132.1 (sed leg. ποτῶνται) ; πωτῶντο . . μέλισσαι Theoc.7.142; [αἰετὸς] πωτᾶτ' ἔνθα καὶ ἔνθα Q.S.5.437; Ion. impf. πωτάσκετο ἄμβροτος αἴγλη Orac. ap. Marin.Procl.28.

German (Pape)

[Seite 828] ep. = πέτομαι, ποτάομαι, fliegen; λίθοι πωτῶντο θαμειαί, Il. 12, 287; σπινθαρί. δες, H. h. Apoll. 442; Pind. frg. 97; Theocr. 7, 142; vgl. Lob. zu Phryn. 581.

Greek (Liddell-Scott)

πωτάομαι: Ἐπικ. παρατ. πωτῶντο Ἰλ.· Δωρ. μέλλ. πωτάομαι [ᾱ] Ἀριστοφ. Λυσ. 1013· ἀόρ. ἐπωτήθην Ἀνθ. Π. 7. 699, (ἐξ-) Βαβρ. 12. 1. Ἐπικ. ἀντὶ ποτ- (καὶ εἶναι τύπος θαμαιστικός, ὡς τὸ στρωφάω τοῦ στρέφω, τὸ πωλέομαι τοῦ πολέομαι, κτλ.), περιπέτομαι, πέτομαι πέριξ, περιΐπταμαι, λίθοι πωτῶνται Ἰλ. Μ. 287· σπινθαρίδες Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπολλ. 442· ψυχαὶ ἀσεβέων... πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Πινδ. Ἀποσπ. 97· Ἰων. ἐνεστ. πωτάσκεται ἄμβροτος αἴγλη Χρησμ. παρὰ Μαρτίνῳ ἐν Βίῳ Πρόκλου 28, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581.