πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Full diacritics: σταυροφόρος | Medium diacritics: σταυροφόρος | Low diacritics: σταυροφόρος | Capitals: ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: staurophóros | Transliteration B: staurophoros | Transliteration C: stavroforos | Beta Code: staurofo/ros |
ον,
A bearing a cross, MAMA3.632 (Corycus).
σταυροφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων τὸν σταυρόν, Ἀνθ. Π. 8. 146, Βυζ.· - σταυροφορέω, φέρω (βαστάζω) τὸν σταυρόν, Νικήτ. Χρον. 253Α.