Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στόμφαξ

From LSJ
Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμφαξ Medium diacritics: στόμφαξ Low diacritics: στόμφαξ Capitals: ΣΤΟΜΦΑΞ
Transliteration A: stómphax Transliteration B: stomphax Transliteration C: stomfaks Beta Code: sto/mfac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, ἡ,

   A ranter, as Aeschylus is called by Pheidippides in Ar.Nu.1367.

German (Pape)

[Seite 948] ακος, ὁ, der das Maul im Sprechen vollnimmt, bes. Wörter braucht, die den Mund füllen, wie Aeschylus bei Ar. Nubb. 1349 heißt. wegen seiner langen Wortzusammensetzungen; der Schol. zu dieser Stelle u. zu Vesp. 721 betrachtet das Wort als zusammengesetzt aus στόμα u. ὄμφαξ, u. erkl. σκληρός, τραχύς, s. aber στόμφος.

Greek (Liddell-Scott)

στόμφαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, (στόμφος) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ στόμα, κομπαστής, μεγαλορρήμων, μάλιστα δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. στομφάζω)· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. ὄμφαξ ἐν τέλ.