σποδέω
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
A pound, smite, crush, τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν Cratin.187, cf. Ar.Nu.1376, Ra.662, Av.1016; σ. τοῖς κονδύλοις Id.Lys.366, cf. ἀπο-, κατα-σποδέω:—Pass., νιφάδι . . σποδούμενος pelted by the storm, E.Andr.1129; σ. πρὸς πέτρας dashed against the rocks, Id.Hipp.1238: abs., στρατὸς κακῶς σ. handled roughly, in sorry plight, A.Ag.670. II= βινέω, Ar.Ec.942, 1016:—Pass., of the woman, ib. 908, Th.492; of boys, Id.Ec.113. III eat greedily, devour, Id.Pax 1306; ὀβελίαν Pherecr.55; cf. παίω 111. (There is no indication of any connexion of this Verb with σποδός, except perh. in Cratin. l.c.)
German (Pape)
[Seite 923] eigtl. die Asche od. den Staub abkehren, abstäuben, abklopfen, übh. abtreiben, wegnehmen u. dgl.; Aesch. sagt στρατοῦ καμόντος καὶ κακῶς σποδουμένου, das übel zugerichtete, aufgeriebene Heer, Ag. 656; σποδο ύμενος κάρη πρὸς πέτρας, mit dem Kopfe gegen die Felsen geschlagen, Eur. Hipp. 1238; Ar. vrbdt κἄπειτ' ἔφλα με κἀσπόδει κἄπνιγε, Nubb. 1376; ὁμοθυμαδὸν σποδεῖν ἅπαντας τοὺς ἀλαζόνας δοκεῖ, Av. 1016, Schol. συντρίβειν; Lys. 336 Ran. 661 u. öfter; auch pass., νεανίσκοι ὅσοι πλεῖστα σποδοῦνται, Eccl. 113, Schol. κινοῦνται; auch im obscönen Sinne = βινέω, Eccl. 908, vgl. Thesm. 492 u. Luc. catapl. 12. – Cratin. bei Ath. XI, 494 c sagt συντρίψω γὰρ αὐτοῦ τοὺς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν.
Greek (Liddell-Scott)
σποδέω: κοπανίζω, τρίβω, συντρίβω, τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 8. 4, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1376, Βατρ. 662, Ὄρν. 1016· σπ. τοῖς κονδύλοις ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 366· πρβλ. ἀπο-, κατα-σποδέω. - Παθ., σποδούμενος νιφάδι, χιονιζόμενος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1129· πρὸς πέτρας σπ., ῥιπτόμενος κατὰ τῶν βράχων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1238· ἀπολ. στρατὸς κακῶς σπ., ἐν κακῇ καταστάσει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 670. ΙΙ. = βινέω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 942, 1016. - Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, αὐτόθι 908, Θεσμ. 492· ἐπὶ παίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 113. ΙΙΙ. τρώγω ἀπλήστως, κατατρώγω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1306· ὀβελίαν Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 1· πρβλ. παίω (Β). ΙV. παρὰ Διφίλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 12, ἀψινθίῳ σπόδησον (πνῖξέ τους μὲ ἀψίνθιον), φαίνεται ἤδη ἐξ εἰκασίας τοῦ Δινδ. (Οὐδεμία ἔνδειξις ὑπάρχει ὅτι τὸ ῥῆμα τοῦτο σχετίζεται πρὸς τὴν λέξιν σποδός, πλὴν ἴσως παρὰ Κρατίνῳ, ἔνθ’ ἀνωτ.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «παίειν· συγγίνεσθαι», καὶ «σποδέοντο· ἐμάχοντο, ἐτύπτοντο».