στακτός

From LSJ
Revision as of 09:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στακτός Medium diacritics: στακτός Low diacritics: στακτός Capitals: ΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: staktós Transliteration B: staktos Transliteration C: staktos Beta Code: stakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A oozing out in drops, trickling, distilling, μύρα Ar.Pl.529; σμύρνη Hp. Ulc.12, cf. Thphr.HP9.4.10, Od.29, Edict.Diocl.Delph.22; χυλοί Pl. Criti.115a; σ. ἔλαιον oil that runs off without pressing, virgin-oil, Gp. 7.12.20; σ. ἅλμη brine, ib.20.46.5; σ. κονία lime-water, ib.6.7.1 (but = lye from wood-ashes in Gal.13.569).    2 στακτά, τά, perh. filtering vessels, Ath.Med. ap. Orib.5.5.1.

German (Pape)

[Seite 928] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; μύρον, Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; ἔλαιον, das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch στακτή.

Greek (Liddell-Scott)

στακτός: -ή, -όν, (στάζω) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, μύρον Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν ἔλαιον, τὸ ἐκρέον ἄνευ μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον ἔλαιον καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ στακτή, Γεωπ. 7. 12, 20· στ. ἅλμη αὐτόθι 20. 46, 5· στ. κονία, «ἀσβεστόνερον», αὐτόθι 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, ἴσως ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.