φθεγκτός
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of being sounded, Plu.2.1017f.
German (Pape)
[Seite 1270] adj. verb. von φθέγγομαι, lautend, tönend, einen Ton, Klang habend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φθεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, φωνητικός, ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― ὡσαύτως παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός.