συμβολικός

From LSJ
Revision as of 09:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολικός Medium diacritics: συμβολικός Low diacritics: συμβολικός Capitals: ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: symbolikós Transliteration B: symbolikos Transliteration C: symvolikos Beta Code: sumboliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or belonging to a συμβολή or a σύμβολον, esp.,    1 symbolical, figurative, riddling, ἀπόκρισις Ph.1.617, cf. Plu.2.354f; τρόπος τῆς διδασκαλίας Iamb.VP5.20: Comp., Ph.2.295. Adv., -κῶς φράζειν by signs, Plu.2.511b, cf. Ph. 2.242, al., Gal.13.272: Comp., Luc.Salt.59; also, by way of correspondence (cf. σύμβολον 111.5), τῷ ἐρωτήματι ἕπεται -κῶς ἡ ἀπόκρισις Stoic.2.62.    2 paid for by subscription, πρόποσις AP5.133 (Posidipp.); κώθων Antig.Caryst. ap. Ath.12.547d.    3 conventional, μετάθεσις A.D.Synt. 187.7, cf. Conj.226.20; τὸ ἐπικείμενον ἑκάστῳ ὄνομα σ. ἐστιν Syrian. in Hermog.1.106 R. Adv. -κῶς ibid., A.D.Synt.314.6: Comp., ib.8.    4 -κά, τά, charge for making out a receipt, POxy.1650a5 (ii A.D.), etc.    5 -ική, ἡ, mantic art which employs σύμβολα 111.2, Gal.14.615.

German (Pape)

[Seite 979] ή, όν, zur συμβολή od. zum σύμβολον gehörig, bes. a) durch ein Zeichen andeutend, symbolisch, Luc. de salt. 59, συμβολικῶς ἄνευ φωνῆς φράζειν Plut. de garrul. 17; – zum Errathen od. Schließen aus Zeichen gehörig, Sp. – b) zum Beitrage, zum Picknick gehörig, κώθων Ath. XII, 547 d.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολὴν ἢ εἰς σύμβολον, ἰδίως, 1) ὁ δεικνύων, σημαίνων διὰ σημείου ἢ συμβόλου, συμβολικός, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 59˙ ― Ἐπίρρ. συμβολικῶς φράζειν, διὰ σημείων συμβολικῶν, Πλούτ. 2. 511Β, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 66. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολήν, εἰς ἔρανον, μάλιστα πρὸς κοινὸν συμπόσιον, πρόποσις Ἀνθ. Π. 5. 134, πρβλ. Ἀθήν. 547D.