συνεμπίπτω

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεμπίπτω Medium diacritics: συνεμπίπτω Low diacritics: συνεμπίπτω Capitals: ΣΥΝΕΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synempíptō Transliteration B: synempiptō Transliteration C: synempipto Beta Code: sunempi/ptw

English (LSJ)

   A fall or be put in also, ἐς τὸ πῦρ Luc.Peregr.24, cf. DMort.10.4.    2 fall on or attack together, Plu.Brut.42 (s. v.l.); of diseases, σ. τινί Hp. Acut.42, Gal.16.493, Aret.SA2.6 codd. (leg. συμπ-).    3 befall also, εἴ τι τοιοῦτον συνεμπέσοι αὐτῷ might befall him too, Arist.Rh.Al. 1444a14.    4 to be thrown together, κατὰ τὠυτό Hp.Vict.1.27 (v.l. συνεκ-), cf. Plu.2.399e; coincide in form, -ουσαι λέξεις A.D.Pron.52.4, al.; τοῖς παλαιοῖς, i.e. by repeating their words, Artem.2.1; of metrical phrases, Sch.Ar.Nu.651; Astrol., come together, Vett.Val.90.27, 333.23.    5 fall to be included in, σὺν τοῖς καὶ εἰς τούτους συνεμπεσουμένοις φορτίοις πᾶσι POxy.243.33 (i A.D.), cf. 503.14 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1014] (s. πίπτω), mit od. zugleich hinein od. darauf fallen, mit einen Einfall machen; Luc. mort. Peregr. 24; Plut.; – zusammentreffen, Isocr. frg. bei Spengel 161.

Greek (Liddell-Scott)

συνεμπίπτω: ἐμπίπτω ὁμοῦ, πίπτω ἐντὸς ὁμοῦ, συνεμπεσὼν ἐς τὸ πῦρ Λουκ. Περεγρ. 24, πρβλ. Νεκρ. Διαλ. 10. 4. 2) ἐπιπίπτω, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, Πλουτ. Βροῦτ. 42· ἐπὶ νόσων, σ. τινὶ Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Ἀρεταῖ. 3) συμβαίνω συγχρόνως, τινὶ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 32, Πλούτ., κλπ· πρὸς ἄλληλα τῶν γραμμάτων συμπεσόντων ἀπετελέσθη τὸ βιβλίον ὁ αὐτ. 2. 399Ε. 4) εἶμαι ὅμοιος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651, Α. Β. 814, κτλ.