συνωθέω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωθέω Medium diacritics: συνωθέω Low diacritics: συνωθέω Capitals: ΣΥΝΩΘΕΩ
Transliteration A: synōthéō Transliteration B: synōtheō Transliteration C: synotheo Beta Code: sunwqe/w

English (LSJ)

   A force together, compress forcibly, τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Pl.Ti.58b; τὰ ὁμοιότατα μάλιστ' εἰς ταὐτόν ib.53a; πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον X.Oec.18.8; τὸ πνεῦμα κατέχειν καὶ πρὸς τὴν λαγόνα συνωθεῖν Sor.2.59; ἡ φύσις . . σ. τὸπῦον εἰς τὰς παρακειμένας χώρας Gal.18(2).103:—Pass., συνέωσται εἰς αὑτό Pl.Ti.59e; συνωσθεῖσα ib.85e; εἰς μικρόν Arist.Resp.479b24; διὰ τὸ συνωθεῖσθαι πλεῖστον ἀέρα πρὸς ἄρκτον Thphr.Vent.2, cf. 53.    2 help to propel, βολήν App.Hann.22.    II intr., force one's way in or rush in, Arist.Mir.838b8; ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Epicur.Fr.171 (nisi leg. ὁρμῆσαι).

Greek (Liddell-Scott)

συνωθέω: μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ ὁμοῦ, στρυμώνω, σπρώχνω ὁμοῦ, τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Πλάτ. Τίμ. 58Β· εἰς ταὐτὸν αὐτόθι 53Α· εἰς μικρὸν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 20. 2· πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενώτατον Ξενοφ. Οἰκον. 18. 8· ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 791Β· ― Παθητ., ξυνέωσται εἰς αὐτὸ Πλάτ. Τίμ. 59Ε· ξυνωσθεῖσα αὐτόθι 85Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., διὰ τῆς βίας διέρχομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 99.