τολύπη

From LSJ
Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολύπη Medium diacritics: τολύπη Low diacritics: τολύπη Capitals: ΤΟΛΥΠΗ
Transliteration A: tolýpē Transliteration B: tolypē Transliteration C: tolypi Beta Code: tolu/ph

English (LSJ)

ἡ,

   A clew, ball of wool ready for spinning, or of spun yarn, S.Fr.1102, Ar.Lys.586 (anap.), AP6.160 (Antip. Sid.), 247 (Phil.), Dsc.5.75, Arr.Ind.7.3, Hsch., Eust.1336.18, 1414.26.    II ball of anything, τῶν πράσων Eub.42.3.    2 globular cake, Ath.3.114f, 4.140a, Hsch.    3 a kind of gourd, pumpkin, = κολόκυνθα ἀγρία, LXX 4 Ki.4.39, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1127] ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn; Soph. frg. 920, ὠνόμασε τὰς ταινίας ὁλοστήμονας τολύπας, bei Poll. 7, 32; vgl. Ar. Lys. 585; Antp. Sid. 26 (VI, 160); Philp. 18 (VI, 247). – Wegen der Aehnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen, Ath. III, 114 f, vgl. Eubul. ib. 571 f; auch eine runde Kürbißart.

Greek (Liddell-Scott)

τολύπη: [ῠ], κατειργασμένον ἔριον σχηματισθὲν εἰς ὄγκον καὶ ἕτοιμον πρὸς νῆσιν, κοινῶς «τουλοῦπα», Λατ. glomus, Σοφ. Ἀποσπ. 920, Ἀριστοφ. Λυσ. 586, Ἀνθ. Π. 6. 160., 6. 247, Ἀρρ., κλπ. ΙΙ. ὄγκος σφαιροειδὴς ἐξ οἱουδήποτε πράγματος, τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας, ἐπὶ τῶν μὴ κοσμίως δειπνούντων, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. 2) μᾶζα ἔχουσα σχῆμα τολύπης, Ἀθήν. 114F, 140Α, Κλήμ. Ἀλ. 19, Ἡσύχ. 3) εἶδος στρογγύλης κολοκύνθης ἐχούσης σχῆμα τολύπης, «ἀγριοκολοκύντη» (Φωτ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Δ΄, 39). (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ ΤΑΛ, *τλάω, ἐπὶ τῆς σημασίας ἔργου τελειωθέντος, μετὰ προσθήκης τοῦ π). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τολύπη· τὰ προφυράματα τῶν μαζῶν, ἃ καὶ βήρακας καλοῦσιν. καὶ ἀγαθίδιον στήμονος, ἢ ῥοδάνης».