ὑπόρνυμι
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
aor. 1 -ῶρσα, aor. 2 -ώρορε (v. infr.):—
A rouse secretly or gradually, mostly in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο Il. 23.108, cf. Od.4.113; in aor. 2, τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα such was the Muse's power to move, 24.62:—Pass., rise secretly or gradually, τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο 16.215: so in plpf. Act. (intr.), πολὺς δ' ὑπὸ κόμπος ὀρώρει 8.380.
German (Pape)
[Seite 1230] (s. ὄρνυμι), darunter, dabei od. allmälig erregen, in Bewegung setzen; in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο, Il. 23, 108. 153 Od. 4, 113. 183 u. sonst; aor. II., τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, 24, 62. – Pass. darunter allmälig entstehen, τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο, Od. 16, 215; zu welcher Bdtg auch das perf. II. act. gehört, πολὺς δ' ὑπὸ κόμπος ὀρώρει, 8, 380.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόρνῡμι: μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον ὦρσε γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ Μοῦσα, Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ ἵμερος ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει Θ. 380.