ἀπινύσσω
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
(πινυτός)
A lack understanding, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342, 6.258; κῆρ ἀπινύσσων, of one lying senseless, Il.15.10; cf. Apollon.Lex. s.v. ἀπινυτέω.
German (Pape)
[Seite 291] (πινυτός, πινύσσω, πνέω, πεπνυμένος), Hom. dreimal, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od. 5, 342. 6, 258, du scheinst mir nicht unverständig zu sein, Homerisch = du scheinst mir sehr verständig zu sein; Iliad. 15, 10 κῆρ ἀπινύσσων, besinnungslos; Aristophanes Byz. las ἀπινύσκων, Andere κῆρα πινύσσων, »den Tod erwartend«, Aristarch κῆρ ἀπινύσσων, was er unter Berufung auf Od. 5, 342. 6, 258 = τὸ κέαρ ἀπινυτῶν erklärte, s. Scholl. Aristonic., Didym., Herodian., vgl. Apoll. lex. Hom. 38, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῐνύσσω: (πινυτὸς) εἶμαι ἄφρων, ἀνόητος, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, «ἀφραίνειν καὶ ἐστερῆσθαι τοῦ πινυτὸς εἶναι» (Εὐστ.) Ὀδ. Ε. 342· ὁ δ’ ἀργαλέῳ ἔχετ’ ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων, «αὐτὸς δὲ χαλεπῇ κατείχετο ἀναπνοῇ παράφρων τῇ ψυχῇ καὶ ἀξεστηκὼς» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ο. 10· ἴδε Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ. ἐν λ. ἀπινυτέω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
n’avoir pas sa raison.
Étymologie: ἀ, πινυτός.