κρόμυον
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A v. κρόμμυον.
Greek (Liddell-Scott)
κρόμυον: τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς προσφάγιον, κρόμυον ποτῷ ὄψον Ἰλ. Λ. 630· ― μετέπειτα ἀείποτε κρόμμυον, διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. συχνάκις γράφουσι κρόμυον δι’ ἑνὸς μ)· κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν κελεύω, Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων ἀγορά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. σκόροδον.
French (Bailly abrégé)
poét. c. κρόμμυον.