ἀργινόεις
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = ἀργός, bright-shining, white, epith. of Lycastus and Camirus, from their lying on chalky hills, Il.2.647,656; νῆσοι Ἀργινοῦσαι X.HG1.6.27; of milk, AP7.23 (Antip. Sid.); χαλινά A.R.4.1607; μαστός, v.l. for ἀργάεις (q.v.), Pi.P.4.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῐνόεις: εσσα, εν, = ἀργός (ὅ ἴδε), ὁ λευκὴν ἐκπέμπων αἴγλην, οὗ ἡ λευκότης λάμπει μακρόθεν, ἐπίθ. τῶν πόλεων Καμείρου καὶ Λυκάστου, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ εἴπῃ τις μετὰ βεβαιότητος ἂν ἔλαβον τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἐκ τοῦ λευκοῦ ἐδάφους ἐφ’ οὗ ἔκειντο ἢ ἐκ τῶν λευκῶν αὐτῶν οἰκοδομῶν, ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Κ. 670, (οὕτως ὁ Ὁράτ. claram Rhodon), Ἰλ. Β. 647, 656· οὕτω καὶ τὰ ἔξωθεν τῆς Αἰολίδος νησίδια ἐκαλοῦντο Ἀργινοῦσαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 27· «ἀργ[ε]ινόεντα· λευκόν, λευκόγειον, ἀργι[λ]ώδη» Ἡσύχ.· ἐπὶ τοῦ γάλακτος, Ἀνθ. Π. 7. 23· χαλινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
éclatant de blancheur, blanc en parl. de terrains calcaires et crayeux.
Étymologie: ἀργός¹.